- κιλλίβαντας
- κιλλίβαςthree-legged standmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — ο το κατασκεύασμα που υποβαστάζει το σωλήνα του πυροβόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
ακρακτηρίδα — η το άκρο τής ακτηρίδας που έχει ο κιλλίβαντας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ακτηρίδα] … Dictionary of Greek
κιλλίβας — κιλλίβας, αντος, ὁ (Α) βλ. κιλλίβαντας … Dictionary of Greek